- απειρόγαμος
- ἀπειρόγαμος, -ον (AM)αυτός που δεν έλαβε πείρα γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, παρθένος«ἀπ. νύμφα», «ἀπειρόγαμος νύμφη ἢ κόρη» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό κρεβάτι, Νόννος).
Dictionary of Greek. 2013.